- ακοστολόγητος
- maliyet hesabı yapılmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακοστολόγητος — η, ο αυτός του οποίου δεν καθορίστηκε το κόστος, η αξία της αγοράς: Τα εμπορεύματα τα βαλαν στην αποθήκη, γιατί ήταν ακόμη ακοστολόγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)